

Τα παιδιά αναπτύσσονται και εξελίσσονται μέσα από τη διερεύνηση του περιβάλλοντος τους. Αναμένουν από τους γονείς και το οικείο περιβάλλον που συναναστρέφονται, περιλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών, να είναι συνοδοιπόροι στις ανακαλύψεις τους και να τους μάθουν τον κόσμο, που ακόμα δεν μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν.
Καθώς, τα παιδιά μικρής ηλικίας, νιώθουν την ανάγκη να κατανοήσουν και να τακτοποιήσουν τον άγνωστο για εκείνα, κόσμο που τα περιβάλλει, βομβαρδίζουν τους γονείς, συνεχώς με ερωτήσεις, και ζητούν απαντήσεις.
Είναι ένα φυσιολογικό στάδιο ανάπτυξης, καθώς τα παιδιά μεταφέρονται σταδιακά από τη μαγική σκέψη, όπου δεν υπάρχει καμία σύνδεση αιτίου και αποτελέσματος, στην αναγκαιότητα μίας λογικής ακολουθίας γεγονότων. Ίσως μοιάζει χαοτικό και κουραστικό για έναν ενήλικα, να είναι σταθερά διαθέσιμος να επεξηγεί, να περιγράφει και να αναλύει συνεχώς πράγματα που για εκείνον είναι δεδομένα, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι αυτή είναι μία δύσκολή περίοδός για εμάς, αλλά καθοριστική για την εξέλιξη της γνωστικής ικανότητας του παιδιού.
Θα μπορούσαμε ίσως για λίγο να αφήσουμε στην άκρη τις διδακτικές προθέσεις μας, και να παραβλέψουμε την ανάγκη μας να διορθώνουμε τα λάθη δίνοντας μοναδικές απαντήσεις. Αν τα ακούσουμε με ειλικρίνεια και προσοχή θα δούμε τη μακροπρόθεσμη συμβολή μας: γινόμαστε ένα υγιές μοντέλο προτυποποίησης και μίμησης και εκείνα με τη σειρά τους θα είναι διατεθειμένα να μας ακούν.
Η απάντηση είναι απλή! Γιατί όσο τους εξηγούμε, τόσο είναι σε θέση να κατανοούν και να καταλαβαίνουν τα κίνητρα μας, τη ροή και τη συνέπεια του λόγου και των ενεργειών μας.
Ας αντιληφθούμε τις ερωτήσεις, ως την έναρξη μίας συνδιαλλαγής. Την έναρξη ενός διαλόγου! Μπορούμε στις ερωτήσεις τους είτε να απαντήσουμε στην ερώτηση με μία άλλη ερώτηση. Να παίξουμε μαζί του ένα παιχνίδι μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού πεδίου, και να αναζητήσουμε μία απάντηση μαζί με το παιδί, δίνοντας του την ευκαιρία να ακονίσει την παρατηρητικότητα του και να εξελίξει τη φαντασία του. Έτσι θα ενισχύσουμε την αυτόνομη σκέψη του και θα γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο καλύτερα.
Μπορούμε με ηρεμία να τα ρωτήσουμε τους λόγους που τα οδήγησαν σε αυτή τη σκέψη, χωρίς να τα αποπάρουμε και να είμαστε απορριπτικοί μαζί τους. Επίσης, αν ένα παιδί δυσκολεύεται ή δεν νιώθει άνετα να μας απαντήσει σε μία ερώτηση, ακόμα και την πιο απλή, πρέπει να προσπαθήσουμε να τα φέρουμε σε δύσκολη θέση, γιατί ως αποτέλεσμα μπορεί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό μας και να κλειστούν στον εαυτό τους.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να ευνοήσουμε την αυτόνομη σκέψη του παιδιού και να το προσκαλέσουμε σε έναν διάλογο μαζί μας. Μπορούμε να υιοθετήσουμε τις ανοιχτού τύπου ερωτήσεις, δίνοντας χώρο στο παιδί να θέσει στον εαυτό του ερωτήματα και το ίδιο, με σκοπό να διευρύνουμε τον διάλογο μαζί του. Όταν μας μεταφέρει μία απόλυτη δήλωσή του, μπορούμε να του την ανταποδώσουμε ως ερώτηση, π.χ. “Γιατί το πιστεύεις αυτό;”, δίνοντας του τον χώρο να διερευνήσει τα κίνητρά του, να τα αμφισβητήσει, και να γίνει ευέλικτό στις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ένα άλλο ευχάριστο παιχνίδι ερωτήσεων, όταν τα παιδιά δυσκολεύονται να ανακαλέσουν και να περιγράψουν κάτι που τους έχει συμβεί, είναι το “Ποιος; Πότε; Που; Τι; Γιατί;”, λύνοντας μαζί τους ένα μικρό μυστήριο.
Μας ζητάνε να γνωρίσουν τον κόσμο μέσα από τα δικά μας μάτια, και μας ανοίγουν μία πόρτα να μπούμε μέσα στον δικό τους κόσμο. Κάθε ερώτηση τους, μας δείχνει το ενδιαφέρον τους, τον συντονισμό τους και την εμπιστοσύνη τους. Μας προσκαλούν να μοιραστούν μαζί μας την επιθυμία να εξερευνήσουν έναν άγνωστο κόσμο, μαζί μας.