Ξένες Γλώσσες και Δυσλεξία

Μπορεί ένα παιδί με δυσλεξία να μάθει ξένες γλώσσες; Και αν ναι ποια είναι η κατάλληλη; Θα τα καταφέρει; Ερωτήματα που απασχολούν πολλούς γονείς παιδιών με δυσλεξία έρχονται να απαντηθούν σε αυτό το άρθρο.

 

Η «Ειδική αναπτυξιακή ή εξελικτική δυσλεξία» για λόγους συντομίας «Δυσλεξία» αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έρευνας και συστηματικής μελέτης από τους επιστήμονες. Είναι η σημαντικότερη μαθησιακή δυσκολία και επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Αφορά τις δυσκολίες στην κατάκτηση των δεξιοτήτων της γραφής και της ανάγνωσης. Σχετικά με τις ξένες γλώσσες έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες, οι περισσότερες όμως έχουν να κάνουν με την αγγλική γλώσσα η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη, αν και γίνεται προσπάθεια διερεύνησης και των υπόλοιπων γλωσσικών συστημάτων. Έχει διαπιστωθεί ότι το φαινόμενο της δυσλεξίας παρουσιάζεται και στις φωνολογικά αδιαφανείς γλώσσες (αγγλικά, ολλανδικά) σε μεγαλύτερο ποσοστό, και στις ημιδιαφανείς γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά) με μικρότερα ποσοστά αλλά και σε διαφανείς γλώσσες (ισπανικά, ιταλικά) με ακόμη μικρότερα ποσοστά.

 

Όσον αφορά την αγγλική γλώσσα που απασχολεί τους περισσότερους γονείς αφού αποτελεί την lingua franca (κοινή διάλεκτος που διευκολύνει την επικοινωνία ατόμων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες) και για την οποία γίνεται και η πλειονότητα των ερευνών, αποτελεί μια από τις δυσκολότερες γλώσσες να μάθει ένα παιδί με δυσλεξία. Και αυτό γιατί όπως προανέφερα ανήκει στις αδιαφανείς γλώσσες δηλαδή η αντιστοιχία μεταξύ φωνημάτων και γραφημάτων δεν είναι σταθερή. Με άλλα λόγια είναι αυτό που λέμε ότι αλλιώς γράφεται και αλλιώς διαβάζεται μία λέξη. Για παράδειγμα η λέξη “make” διαβάζεται [meik] και όχι [make]. Πιο συγκεκριμένα στην αγγλική αλφάβητο υπάρχουν 26 γράμματα αλλά περίπου διπλάσιος αριθμός ήχων γεγονός που δυσκολεύει πολύ τους δυσλεξικούς μαθητές.

 

Δεν αρκεί λοιπόν μόνο να ξέρει τους ήχους των γραμμάτων διότι παραδείγματος χάρη στις λέξεις “ball” και “cat” το “a” διαβάζεται με διαφορετικό τρόπο. Άρα παρατηρούμε ότι το γράφημα “a” δε διέπεται από σταθερούς κανόνες.

 

Όσον αφορά τις ημιδιαφανείς γλώσσες, για παράδειγμα την γερμανική γλώσσα, έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει στενή αντιστοιχία μεταξύ ήχων στο προφορικό λόγο και γραμμάτων στο γραπτό και κάθε φωνήεν αναπαριστά ένα και μόνο ήχο. Επομένως το ορθογραφικό της σύστημα παρουσιάζει μεγάλη συνοχή. Στη γερμανική γλώσσα το πρόβλημα έγκειται στην εκτεταμένη προφορά τους. Άρα τα γερμανικά (και οι υπόλοιπες προαναφερθείσες ημιδιαφανείς γλώσσες) αποτελούν μια πιο εύκολη επιλογή γλώσσας συγκριτικά με αγγλικά για δυσλεξικούς μαθητές.

 

Όσον αφορά τις διαφανείς γλώσσες, θα πάρουμε ως παράδειγμα την ισπανική γλώσσα. Το ορθογραφικό σύστημα της ισπανικής παρουσιάζει υψηλού βαθμού συνοχή και η πλειοψηφία των λέξεων γράφονται ακριβώς όπως ακούγονται, παραδείγματος χάριν το τραπέζι είναι “mesa” και προφέρεται ακριβώς το ίδιο. Υπάρχουν και κάποιες διαφοροποιήσεις για παράδειγμα όταν μετά το γράμμα “c” ακολουθεί “i” διαβάζεται «θι» όπως η λέξη “cine” ενώ όταν ακολουθεί “a” διαβάζεται «κα» όπως η λέξη “casa”.

 

Επίσης μεγάλη σημασία έχει και ο τονισμός στα ισπανικά αν και το μεγαλύτερο ποσοστό των λέξεων τονίζονται στη προπαραλήγουσα και τη λήγουσα. Σχετικά λοιπόν με τη γραφημική – φωνημική αντιστοιχία, η ισπανική γλώσσα χαρακτηρίζεται ως φωνολογικά απόλυτα διαφανής γλώσσα.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι διαφανείς γλώσσες (ισπανικά, ιταλικά) αποτελούν πιο εύκολες επιλογές για παιδιά με δυσλεξία ενώ τα αγγλικά τους δυσκολεύουν περισσότερο εξαιτίας της αδιαφάνειας τους. Τα γαλλικά και τα γερμανικά είναι μέτριας δυσκολίας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η επιλογή μιας ξένης γλώσσας με ίδιο ή παρόμοιο σύστημα γραφής με τη μητρική γλώσσα και παρόμοιους ήχους είναι προτιμότερη από την άποψη ότι αυτό θα επιδράσει θετικά.

 

Και μετά από την παραπάνω παρουσίαση εύλογα προκύπτει το εξής ερώτημα: Μπορεί ένα παιδί με δυσλεξία να πετύχει σε μια τόσο σημαντική δεξιότητα, όπως αυτή της εκμάθησης της αγγλικής αφού ανήκει στην ομάδα με τις πιο δύσκολες;

 

Και φυσικά μπορεί!

 

Πρέπει όμως το μάθημα να είναι σύμφωνα με το μαθησιακό προφίλ του μαθητή. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει το μάθημα να είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες του και τις ικανότητες του για να επιτυγχάνονται στο μέγιστο βαθμό η συγκέντρωση, το κίνητρο και τελικά το αποτέλεσμα.

 

Μέσα από κατάλληλες τεχνικές διδασκαλίας που εφαρμόζουν οπτικοακουστικό υλικό, φαντασία, χρώμα και κίνηση καθώς και βιωματικές και πολυαισθητηριακές δραστηριότητες, οι μαθητές καταφέρνουν να αγαπήσουν τη γλώσσα και να «ξεκλειδώσουν». Φυσικά ο χρόνος που απαιτείται για την εκμάθηση της γλώσσας είναι περισσότερος.

 

Εξίσου σημαντικό είναι να ενημερώνετε τον καθηγητή που πρόκειται να αναλάβει το παιδί σας για την μαθησιακή του δυσκολία και αυτός με τη σειρά του να κρίνει αν μπορεί να φέρει εις πέρας τη διαδικασία της μάθησης.

 

Τέλος, πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί με την επιλογή καθηγητή ο οποίος θα πρέπει να έχει γνώσεις στο τομέα των μαθησιακών δυσκολιών και της δυσλεξίας, μιας και αποτελεί μία διαδικασία μάθησης την οποία δεν μπορεί να εκτελέσει ένας καθηγητής χωρίς εξειδίκευση, λόγω έλλειψης γνώσεων στη προσέγγιση που πρέπει να γίνει.

Και να θυμάστε:

«Αν το παιδί δεν μπορεί να μάθει με τον τρόπο που το διδάσκουμε, τότε πρέπει να το διδάξουμε με τον τρόπο που μπορεί να μάθει» Maria Montessori

Αθανασιάδου Ανθούλα

Ισπανική Φιλολογία ΕΚΠΑ

Καθηγήτρια Αγγλικών

Ειδίκευση στις Μαθησιακές Δυσκολίες

anthiath@hotmail.gr

Περισσότερα άρθρα