22 Οκτ Η Άσκηση της Γονικής Μέριμνας μετά τη Διακοπή της Έγγαμης Συμβίωσης
Οι σχέσεις των γονέων και των ανηλίκων τέκνων τους στην περίπτωση της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης ( είτε αυτή είναι προσωρινή λόγω διάστασης είτε οριστική και αμετάκλητη λόγω διαζυγίου ) ρυθμίζονται από το Ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο με γνώμονα – πρωτίστως- το αληθές συμφέρον του τέκνου.
Στην έννοια του συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου στις περιπτώσεις αυτές εντάσσεται κυρίως η ψυχική ηρεμία του παιδιού και η διατήρηση, στο μέτρο του δυνατού, της οικογενειακής γαλήνης και ασφάλειας που απολάμβανε το παιδί, όταν οι γονείς του ζούσαν ακόμη κάτω από την ίδια στέγη.
Είναι αυτονόητο βέβαια, ότι ο κλονισμός της προσωπικής σχέσης των συζύγων και γονέων και η διάλυση της έγγαμης συμβίωσης επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα του ανηλίκου παιδιού, ακόμη και στα απλά καθημερινά πράγματα που αποτελούν τη ρουτίνα του, όπως π.χ. με ποιόν θα διαμένει υπό την αυτή στέγη το παιδί, ποιος θα έχει την ευθύνη της καθημερινής του φροντίδας, κλπ.
Το ρυθμιστικό νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα για τις περιπτώσεις αυτές προβλέπει την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας από το δικαστήριο ( και μιλώντας ο Αστικός Κώδικας για γονική μέριμνα εννοεί την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου, αφού η γονική μέριμνα εξακολουθεί να ασκείται, κατά τον νόμο, και από τους δύο γονείς ακόμη και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και δεν αφαιρείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ), στον έναν από τους δύο γονείς ή, κάποιες φορές, και στους δύο. Στην πράξη στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πολύ μικρά σε ηλικία παιδιά, η επιμέλεια του προσώπου του παιδιού ανατίθεται στην μητέρα τους. Πολλές φορές και ο ίδιος ο πατέρας συγκατατίθεται σε αυτό, διότι η μητέρα είθισται να έχει στενότερους συναισθηματικούς δεσμούς με τα τέκνα της ( ιδιαίτερα στην βρεφική ή και στη νηπιακή ηλικία ) και είναι καταλληλότερη για την άσκηση της προσωπικής φροντίδας του παιδιού. Αυτό βέβαια δε σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι ο πατέρας που δεν ζει πλέον καθημερινά με το ανήλικο παιδί του στερείται του δικαιώματος της τακτικής επικοινωνίας με αυτό ( δικαίωμα που προβλέπεται ρητώς από το νόμο και ρυθμίζεται με δικαστική απόφαση, η οποία πρέπει να τηρείται και να εφαρμόζεται πιστά και από τις δύο πλευρές ).
Τούτο έχει μεγάλη σημασία για την ομαλή μετάβαση του παιδιού στην νέα πραγματικότητα της σχέσης των γονιών του, γι’ αυτό και οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις οφείλουν να λαβαίνουν πρωτίστως υπόψη το γεγονός αυτό. Επιπλέον, ο Αστικός Κώδικας προβλέπει ρητά ότι ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου τέκνου και με την ηλικία του πρέπει να ζητείται από το δικαστήριο και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με την άσκηση της γονικής μέριμνας.
Τέλος, οι σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη και να σέβονται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνουν διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας.
Κοσκορέλου Κατερίνα
Δικηγόρος
Οικογενειακό Δίκαιο
Δικαστική Ψυχιατρική & Ψυχολογία
Θεμιστοκλέους 4, Αθήνα